πρόστριψη

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

η / πρόστριψις, -ίψεως, ΝΑ προστρίβω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προστρίβω, η τριβή δύο πραγμάτων μεταξύ τους («τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης», Αριστοτ.).