πρόσχυση

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

η / πρόσχυσις, -ύσεως, ΝΑ προσχέω
το χύσιμο πάνω σε κάτι, επίχυση («πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος», ΚΔ).