χύσιμο
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
το, Ν
1. χύση
2. εκσπερμάτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυσ- του αορ. έ-χυσ-α του χύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].