πρῷζος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

German (Pape)

[Seite 802] att. = πρώϊζος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πρῷζος: -ον, Ἀττ. ἀντὶ πρώιζος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-όν. Α
(αττ. τ.) βλ. πρωϊζός.

Greek Monotonic

πρῷζος: -ον, Αττ. πρώϊζος.