οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
[Seite 811] ες, scheu, Sp.
πτοώδης: ἢ πτοιώδης, ες, (εἶδος) δειμαλέος κτλ., παρ’ Ἱππ., ὡς μνημονεύει ὁ Ἐρωτιαν. καὶ ὁ Γαλην., ἂν καὶ ἐν τῷ κειμένῳ (1170Ε) ὑπάρχει ἡ λέξ. πτυώδης.