πυκνογραμμένος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
γραμμένος πυκνά, χωρίς μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις συλλαβές ή στις λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + γραμμένος (< γράφω)].