Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
-ον, Μαυτός που έχει πολλά κεντήματα, ποικίλματα, πυκνοκεντημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κεντητός (< κεντῶ)].