πυρηφάτος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

German (Pape)

[Seite 821] Weizen tödtend, λάτρις Δήμητρος, Philp. 76 (VII, 394), vom Mühlsteine, nach μυλήφατος gebildet.

Russian (Dvoretsky)

πῡρηφάτος: уничтожающий, т. е. перемалывающий пшеницу (λάτρις Δάματρος Anth.).