πυρόμαντις
English (LSJ)
-εως, ὁ, and η, fire-diviner, v.l. for τυρόμαντις, Artem.2.69.
German (Pape)
[Seite 823] ὁ, ἡ, der aus dem Feuer Wahrsagende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρόμαντις: -εως, ὁ, καὶ ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τυρ-, Ἀρτεμ. 2. 69· - πῠρο-μαντεία, ἡ, τὸ μαντεύεσθαι διὰ τοῦ πυρός, Βöckh Exph. Pind. σ. 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
-άντεως, ο, και πυρόμαντις, -άντιδος, ἡ, ΝΜΑ, και πυρομάντης και θηλ. πυρομάντισσα Ν
αυτός που προφητεύει το μέλλον στηριζόμενος σε παρατηρήσεις της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + μάντις.