ρία
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
η, Ν
(γεωμορφ.) χοανοειδούς σχήματος ποταμόκολπος που σχηματίζεται στην εκβολή ενός ποταμού λόγω καταβύθισης του κατώτερου τμήματος της ποτάμιας κοιλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. ria < rio «ποταμός»].