ρίψοπλος

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέροπλος, χρύσοπλος].