ραβδομάντης
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
Greek Monolingual
και λόγ. τ. ραβδόμαντις, ο, Ν
αυτός που μαντεύει με τη χρήση ράβδου, ραβδοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + μάντις / μάντης. Η λ., στον τ. ῥαβδομάντεις, μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο].