ραδιοτεχνία

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

η, Ν
(ραδιοτ.) εφαρμοσμένος κλάδος της ραδιοηλεκτροτεχνίας, ο οποίος ασχολείται με τις εφαρμογές τών εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλής συχνότητας, καθώς και με τα μέσα παραγωγής τους, με τους τρόπους χρησιμοποίησης και με τις ιδιομορφίες που παρουσιάζει η διάδοσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotechnology (< λατ. radius «ακτίνα» + τεχνολογία)].