ραδιοτεχνία
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
η, Ν
(ραδιοτ.) εφαρμοσμένος κλάδος της ραδιοηλεκτροτεχνίας, ο οποίος ασχολείται με τις εφαρμογές τών εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλής συχνότητας, καθώς και με τα μέσα παραγωγής τους, με τους τρόπους χρησιμοποίησης και με τις ιδιομορφίες που παρουσιάζει η διάδοσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotechnology (< λατ. radius «ακτίνα» + τεχνολογία)].