ραδιοφωνία

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

η, Ν
(επικοιν.)
1. ηλεκτρονική μετάδοση ραδιοφωνικών σημάτων που προορίζονται για το ευρύ κοινό και περιλαμβάνουν εκπαιδευτικά, ενημερωτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα
2. η τεχνική και η οργάνωση τών εκπομπών αυτών για το ευρύτερο κοινό, καθώς και η υπηρεσία που διευθύνει τις σχετικές εκπομπές («ελληνική ραδιοφωνία»)
3. η ραδιοτηλεφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. radiophonie (< λατ. radius «ακτίνα» + φωνή + κατάλ. -ία)].