ρανουγκουλώδη

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 140 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculales < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)].