ῥαντός
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ῥαντή, ῥαντόν, sprinkled: hence, speckled or spotted, μᾶζα Hp.Vict.2.40, 3.82; ἄρτος Supp.Epigr.4.518 (Ephesus, i/ii A.D.); of animals, PSI6.569.10 (iii B.C.), v.l. in LXX Ge.30.32; of veined marble, σκούτλη ῥ. Ephes.3 No.65p.148.
German (Pape)
[Seite 834] benetzt, besprengt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tacheté.
Étymologie: ῥαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντός: -ή, -όν, (ῥαίνω) στικτός, κατάστικτος, ποικίλος, Ἑβδ. (Γένεσ. Λ΄, 32), Γραμμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥαντός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥαίνω
αυτός που υγραίνεται ή υγράνθηκε με ραντισμό
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει κηλίδες διαφορετικού χρώματος.