ῥαντός

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντός Medium diacritics: ῥαντός Low diacritics: ραντός Capitals: ΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: rhantós Transliteration B: rhantos Transliteration C: rantos Beta Code: r(anto/s

English (LSJ)

ῥαντή, ῥαντόν, sprinkled: hence, speckled or spotted, μᾶζα Hp.Vict.2.40, 3.82; ἄρτος Supp.Epigr.4.518 (Ephesus, i/ii A.D.); of animals, PSI6.569.10 (iii B.C.), v.l. in LXX Ge.30.32; of veined marble, σκούτλη ῥ. Ephes.3 No.65p.148.

German (Pape)

[Seite 834] benetzt, besprengt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tacheté.
Étymologie: ῥαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντός: -ή, -όν, (ῥαίνω) στικτός, κατάστικτος, ποικίλος, Ἑβδ. (Γένεσ. Λ΄, 32), Γραμμ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαντός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥαίνω
αυτός που υγραίνεται ή υγράνθηκε με ραντισμό
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει κηλίδες διαφορετικού χρώματος.