Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρεμβάζω

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

ΝΜ
νεοελλ.
ονειροπολώ, είμαι ήρεμος και αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη
μσν.
1. (μτβ.) τριγυρίζω, κάνω κάποιον να γυρίζει γύρω από κάτι («καὶ ἕλκουσί σε οἱ λογισμοὶ καὶ ῥεμβάζουσι», Μακ. Αιγ.)
2. μέσ. ῥεμβάζομαι
(για την ψυχή) έχω χάσει την ισορροπία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι / ῥέμβω κατά τα ρ. σε -άζω].