ρηγμός

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

και ῥηχμός, ὁ, Α
1. ρήγμα, χάσμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].