ριγέ

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500

Greek Monolingual

ο, η, το, Ν
άκλ. (για ύφασμα) αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raye «γραμμωτός, ριγωτός»].