ριγώδης

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥῖγος
1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος
2. αυτός που προκαλεί ρίγος.