ριζίο

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

το / ῥιζίον, ΝΑ, και ῥίζιον και ῥιζεῖον Α ῥίζα
μικρή ή λεπτή ρίζα, ριζίδιο
αρχ.
το φυτό ρουβία η βαφική.