ριζοβλάστημα

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. όρος που αναφέρεται σε βλαστούς που αναπτύσσονται από οφθαλμούς οι οποίοι βρίσκονται σε οριζόντιες έρπουσες ρίζες και χρησιμοποιούνται για τον πολλαπλασιασμό του είδους.