ριζοπώλης

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πουλάει ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -πώλης].