ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ὁ, Ααυτός που πουλάει ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -πώλης].