ριζοφόρος

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥιζοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που φέρει ρίζες, που έχει ρίζες
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ριζοφόρα ή η ριζοφόρος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών τροπικών περιοχών της οικογένειας ριζοφορίδες, της τάξης μυρτώδη, χαρακτηριστικό τών οποίων είναι οι μεγάλες τοξωτές εναέριες ρίζες που φύονται από τον βλαστό και τους κλάδους και βυθίζονται στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φόρος (< φέρω). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rhizophora].