ριζούχος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Ποσειδώνος) αυτός που κρατάει γερά τις ρίζες, τα θεμέλια
2. αυτός που έχει στερεές ρίζες («θεμείλια ῥιζοῦχα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -οῦχος (< ἔχω)].