ριζούχος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Ποσειδώνος) αυτός που κρατάει γερά τις ρίζες, τα θεμέλια
2. αυτός που έχει στερεές ρίζες («θεμείλια ῥιζοῦχα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -οῦχος (< ἔχω)].