ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
το / ῥιζονύχιον, ΝΑνεοελλ.το πίσω, απαλό μέρος του νυχιού που είναι καλυμμένο με δέρμααρχ.η ῥιζωνυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ὄνυξ, -υχος].