μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
το / ῥιζονύχιον, ΝΑνεοελλ.το πίσω, απαλό μέρος του νυχιού που είναι καλυμμένο με δέρμααρχ.η ῥιζωνυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ὄνυξ, -υχος].