ρινγκ

From LSJ

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. ειδική εξέδρα για την πραγματοποίηση αγώνων, ιδίως πυγμαχίας
2. (οικον.) προσωρινή συμφωνία μεταξύ παραγωγών ή εμπόρων ως προς τη διατιθέμενη ποσότητα τών προϊόντων τους, με στόχο τον καλύτερο έλεγχο της αγοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ring].