ροδοπεριχυμένος

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

και ροδοπερίχυτος, -η, -ο, Ν
ραντισμένος με ροδοπέταλα ή με ροδόνερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + περιχυμένος].