ρουτώδη

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 12 οικογένειες, 324 περίπου γένη και 4.000 περίπου είδη.