ρυμουλκία

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ρυμούλκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμουλκώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].