ρυμούλκηση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του ρυμουλκώ, τράβηγμα οχήματος είτε στην ξηρά είτε στη θάλασσα από ένα άλλο που έχει κινητήρια δύναμη, ρυμουλκία
2. φρ. «ρυμούλκηση πλοίου»
(ναυτ. δίκ.) η έλξη πλοίου ή άλλου πλωτού ναυπηγήματος λόγω αδυναμίας αυτοδύναμης κίνησής του και η μεταφορά του στο σημείο προορισμού ή επισκευής του, ενέργεια που αποτελεί περίπτωση θαλάσσιας αρωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμουλκώ. Η λ., στον λόγιο τ. ῥυμούλκησις, μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].