ρυτό
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
το / ῥυτόν, ΝΑ
(στην αρχαία αγγειοπλαστική)
1. σκεύος πόσης σε σχήμα αναποδογυρισμένου κέρατος που κατέληγε σε οξύ άκρο, στο οποίο υπήρχε μικρή οπή από όπου το ποτό χυνόταν στο στόμα του πότη με λεπτή ροή
2. είδος ποτηριού ή αγγείου με σχήμα ζώου, όπως λ.χ. βοδιού, ελέφαντα ή και προσώπου
3. μινωικό ή μυκηναϊκό αγγείο με παρόμοια χαρακτηριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. ῥυτός].