σίττος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος γλαυκὸς ἢ ἱέρακος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίττη.