σαγιάρω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

Ν
1. ναυτ. προωθώ το μεσαίο ιστίο του προβόλου
2. (η προστ.) σάγια!
ναυτικό κέλευσμα.