σαθρότητα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

η / σαθρότης, -ητος, ΝΜΑ σαθρός
έλλειψη στερεότητας και αντοχής, το επισφαλές πραγμάτων ή καταστάσεων
(