σανδαλοποιός

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή σανδαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλο + -ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή].