σανδαλοποιός
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
ο, Ν
τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή σανδαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλο + -ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή].