Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
το, Ννερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού, η σαπουνάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + νερό].