σαπουνόνερο

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το, Ν
νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού, η σαπουνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + νερό].