σαπωνόλιθος

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ο σαπωνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων, -ωνος + λίθος.