πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
ο, θηλ. σαραντάρα και σαραντάρισσα, Νάνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, σαράντα ετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. τριαντάρης)].