σαραντάρης

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σαραντάρα και σαραντάρισσα, Ν
άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, σαράντα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. τριαντάρης)].