σαϊτεύω

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

και σαϊττεύω και σαγιτ(τ)εύω ΝΜ [[σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α]]
σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα, τοξεύω
νεοελλ.
μτφ. χτυπώ κάποιον με τα βέλη του έρωτα.