δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
το, Νάκλ. το ένα εκατοστό πολλών κύριων νομισματικών μονάδων, ιδίως του δολαρίου τών ΗΠΑ και του δολαρίου του Καναδά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cent].