σεντ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. το ένα εκατοστό πολλών κύριων νομισματικών μονάδων, ιδίως του δολαρίου τών ΗΠΑ και του δολαρίου του Καναδά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cent].