σεξουαλικότητα
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
η, Ν σεξουαλικός
όρος ο οποίος προσδιορίζει το σύμπλεγμα τών ορμών, επιθυμιών, συνηθειών και πράξεων που σχετίζονται με τη σεξουαλική ζωή ενός οργανισμού.