σεξουαλικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεξουαλικότητα και στον σεξουαλισμό, γενετήσιος, αφροδίσιος
2. (για πρόσ.) α) ερωτικός
β) λάγνος, προκλητικός
3. φρ. α) «σεξουαλικά γνωρίσματα» — τα μορφολογικά και ψυχολογικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν κάθε φύλο
β) «σεξουαλική πράξη»
i) η συνουσία
ii) κάθε τρόπος ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής
γ) «σεξουαλική ανεπάρκεια [ή ανικανότητα]» — οι διάφορες ατέλειες ή ανεπάρκειες που εμφανίζονται κατά τη σεξουαλική πράξη ή κατά την εξέλιξη και διαμόρφωση της σεξουαλικότητας στον άνδρα ή στη γυναίκα
δ) «σεξουαλική υγεία»
(ιατρ.-ψυχ.-κοινων.) η ολοκλήρωση της σωματικής, συναισθηματικής, διανοητικής και κοινωνικής υπόστασης του όντος το οποίο καθορίζεται με ένα από τα δύο φύλα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ο πλουτισμός και η χαρά της ανθρώπινης προσωπικότητας, της επικοινωνίας και της αγάπης
ε) «σεξουαλική επιθυμία» — επιθυμία για σεξουαλική ικανοποίηση, γενετήσια ορμή
στ) «σεξουαλική συμπεριφορά» — κάθε δραστηριότητα η οποία προκαλεί σεξουαλική διέγερση
ζ) «σεξουαλική απόκλιση» — η σεξουαλική συμπεριφορά ενός ατόμου, οι ορμές του οποίου βρίσκουν ικανοποίηση όχι στη συνουσία με έναν σεξουαλικό σύντροφο αντίθετου φύλου και σχετικά συμβατής ηλικίας, αλλά έξω από αυτήν
η) «σεξουαλική διαστροφή» — καθετί που αποκλίνει από τη φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά και θεωρείται ηθικώς μεμπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sexual < λατ. sexualis < sexus «φύλο»].