σιγῇς

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

σιγῇς: Δωρ. β΄ ἑνικ. τοῦ σιγάω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 778.

Greek Monotonic

σιγῇς: Δωρ. βʹ ενικ. του σιγάω.