σιδηροπωλείο
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
το, Ν
κατάστημα πώλησης σιδερένιων και, γενικά, μεταλλικών σκευών και εργαλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. σιδηροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Νικολ. Κοντόπουλου].