σιλλός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ἀναφάλ[λ]αντος. μῶμος, κακολογία, καὶ χλευασμός Hsch : invective, raillerie ; insulte.
Étymologie: DELG sans étym.