σινίασμα
English (LSJ)
-ατος, τό, chaff, detrimentum, recrementum, retrimentum, σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου, ib.
German (Pape)
[Seite 883] τό, Abgang, Spreu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σινίασμα: τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ ἄχυρον, Παλλαδ. Λαυσ. 39.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σινιάζω
μσν.
πείραγμα, αστεϊσμός
αρχ.
απομεινάρια από το κοσκίνισμα του σταριού, τα σκύβαλα.