σινιάζω
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
English (LSJ)
(σινίον) = σήθω, sift, winnow, Ev.Luc.22.31, Hsch., Phot., Glossaria.
German (Pape)
[Seite 883] = σήθω, durchsieben, sichten, schwingen, durch Sieben, Sichten reinigen, N.T.
French (Bailly abrégé)
passer au crible, trier.
Étymologie: σινίον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σινιάζω [σινίον] filteren, zeven, ziften; overdr.. ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον hij (Satan) heeft geëist jullie te mogen ziften als graan NT Luc. 22.31.
Russian (Dvoretsky)
σινιάζω: просеивать, провеивать (ὡς τὸν σῖτον NT).
English (Strong)
from sinion (a sieve); to riddle (figuratively): sift.
English (Thayer)
1st aorist infinitive σινιάσαι; (σινίον 'a sieve,' 'winnowing-van'; an ecclesiastical and Byzantine word (cf. Macarius, homil. 5, p. 73 f (496a., Migne edition))); to sift, shake in a sieve: τινα ὡς τόν σῖτον, i. e., dropping the figure, by inward agitation to try one's faith to the verge of overthrow, Winer's Grammar, 92 (87), 26; (25), and see above).)
Greek Monolingual
ΜΑ σινίον
1. κοσκινίζω, κρησαρίζω
2. συνταράσσω, αναστατώνω
μσν.
ταρακουνώ, κακομεταχειρίζομαι.
Greek Monotonic
σινιάζω: (σινίον), = σήθω, κοσκινίζω, λιχνίζω το σιτάρι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σινιάζω: (σινίον) = σήθω, κοσκινίζω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 31, Ἡσύχ., Φώτ.· ― παθητ. ἀόρ. σινιᾱθῆναι (ἐκ τοῦ σινιάω), ἴδε Εὐστ. Πονημ. 140. 77.
Middle Liddell
σινιάζω, σινίον
= σήθω, to sift, winnow, NTest. [from σινίον
Chinese
原文音譯:sini£zw 西你阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:震動
字義溯源:篩,篩撒;源自(σινιάζω)X*=篩)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 篩(1) 路22:31