Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
σῑτολειψία: ἡ, (λείπω) = σιτοδεία, Γρηγ. Νύσσ.
ἡ, Α
σιτοδεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λειψία < λεῖψις «έλλειψη» (< λείπω), κατά τα θηλ. σε -ία].