σκευοφυλάκιο
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
το / σκευοφυλάκιον, ΝΜΑ, και σκευοφυλακεῖον Α σκευοφύλαξ, -ακος]
1. μέρος όπου φυλάγονται διάφορα σκεύη, σκευοθήκη
2. εκκλ. το προς Νότον της Αγίας Τράπεζας μέρος του Αγίου Βήματος τών βυζαντινών ναών όπου φυλάσσονται τα ιερά σκεύη και τα άμφια τών κληρικών, αλλ. διακονικό, μινσατώριο, μητατωρίκιο, κειμηλιαρχείο.